ψύχρ'

ψύχρ'
ψύχραι , ψύχρα
cold
fem nom/voc pl
ψύχρᾱͅ , ψύχρα
cold
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • καθαρόαιμος — η, ο 1. αυτός που έχει καθαρό, δηλ. γνήσιο, αμιγές αίμα, ευγενής 2. (για ίππους) αυτός που προέρχεται από γονείς τής ίδιας γενιάς και όχι από διασταύρωση 3. (γενικώς) γνήσιος, πραγματικός, αληθινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + αιμος (< αίμα), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • νεήλατος — νεήλατος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «νεοτευχής», αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νεήλατα (ενν. ἄλφιτα) α) άλευρα αλεσμένα πρόσφατα β) είδος πλακουντίων από νεοαλεσμένα άλευρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ήλατος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”